- κελαινόρρινος
- κελαινό-ρρῑνος, ον,A with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn.D.15.158: pl.
κελαινόρῑνες S.Fr.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελαινόρῑνες S.Fr.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελαινόρρινον — κελαινόρρινος with black skin masc/fem acc sg κελαινόρρινος with black skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek